- αυτοπειθαρχία
- ητο να επιβάλλει κάποιος πειθαρχία στον εαυτό του.[ΕΤΥΜΟΛ. < αυτο- + πειθαρχία. Απόδοση στα Ελληνικά ξεν. όρου (πρβλ. αγγλ. self-discipline). Η ελλ. λ. μαρτυρείται από το 1897 στην εφημερίδα Ακρόπολις].
Dictionary of Greek. 2013.